- παραβολάνος
- και παραβαλᾱνος, ὁ, Ασυν. στον πληθ. οἱ παραβολᾱνοι και παραβαλᾱνοιπρόσωπα ταγμένα στην υπηρεσία τής Εκκλησίας και επιφορτισμένα να θάβουν νους νεκρούς, ιδίως όσους είχαν πεθάνει από λοιμώδεις νόσους, κατά την πρώτη χριστιανική περίοδο, τα οποία όμως με την πάροδο τού χρόνου αποτέλεσαν ιδιαίτερη τάξη και μεταβλήθηκαν σε ταραχοποιά στοιχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parabolani, παρεφθαρμένη μεταφορά στη Λατινική τού παραβαλανεύς «νοσοκόμος-μοναχός»].
Dictionary of Greek. 2013.